ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (γιατί όχι ;;)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς. Μια μέρα λοιπόν βγάζει τελάληδες και λέει στούς υπηκόους του:


– Όποιος μου βρει και μου φέρει τον Χιζίρη θα του κάνω ότι μου ζητήσει.

Ποιος μπορούσε όμως να ’βρει τον Χιζίρι; Γιατί ο Ριζάρης κατέβαινε στον κόσμο μια φορά το χρόνο στη γιορτή του Χιντρελέζ και δεν φτάνει μόνο αυτό, μα σαν κατέβαινε παρουσιαζότανε μονάχα στους καλόψυχους ανθρώπους! Κι όποιος τον έβλεπε μπροστά του ζητούσε ό,τι επιθυμούσε. Κι ο Χιζίρης εκτελούσε αμέσως την επιθυμία του. Πως ήταν λοιπόν μπορετό να βρούνε τον Χιζίρη μόνο και μόνο επειδή το θέλησε ο βασιλιάς…

Ένας από τούς υπηκόους του βασιλιά, με μεγάλη οικογένεια, ζούσε πολύ φτωχικά. Μόλις και τα φέρνανε βόλτα· πολλές βραδιές μάλιστα πέφτανε νηστικοί στο κρεβάτι. Σαν άκουσε λοιπόν την επιθυμία του βασιλιά λέει στη γυναίκα του:

– Έτσι κι αλλιώς όλοι εδώ θα πεθάνουμε της πείνας. Θα πάω στο βασιλιά και θα του πω ότι εγώ μπορώ να του βρω τον Χιζίρη. Θα του ζητήσω σαράντα μέρες καιρό και πολλά πολλά λεφτά που θα φτάσουνε να ζήσετε καλά για όλη τη ζωή σας. Ύστερα από τις σαράντα μέρες… για με κρεμάσει ο βασιλιάς για με κάψει, το ίδιο μου κάνει. Φτάνει πού θα ’χετε γλιτώσει εσύ και τα παιδιά από την πείνα .

Η γυναίκα αγαπούσε πολύ τον άντρα της. Και τί δεν έκανε να τον καταφέρει ν’ αλλάξει γνώμη. Του κάκου όμως. Ο άντρας της είχε πάρει την απόφασή του. Παρουσιάζεται λοιπόν στο βασιλιά και του λέει:

Η γυναίκα αγαπούσε πολύ τον άντρα της. Και τι δεν έκανε να τον καταφέρει ν’ αλλάξει γνώμη. Του κάκου όμως. Ο άντρας της είχε πάρει την απόφασή του. Παρουσιάζεται λοιπόν στο βασιλιά και του λέει:

– Βασιλιά μου, εγώ θα σού βρω και θα φέρω εδώ μπροστά σου τον Χιζίρη. Χρειάζομαι όμως σαράντα μέρες καιρό και αρκετά λεφτά για την οικογένειά μου.

Ο βασιλιάς δίνει διαταγές στους Ανθρώπους του. Κι ο καλός μας άνθρωπος, με τα λεφτά που πήρε, έκανε προμήθειες σαράντα ολόκληρες μέρες σε τρόφιμα κι άλλα χρειαζούμενα για το σπίτι του.

Στις σαράντα πάνω ο βασιλιάς φωνάζει τον άνθρωπό μας:

– Βρήκες τον Χιζίρη; τον ρωτάει.

– Όχι, βασιλιά μου, του απαντάει εκείνος. Κι αν θες την αλήθεια δεν πρόκειται να τον βρω ποτέ. Σου είπα ψέματα, αφέντη μου, για να γλιτώσω την οικογένειά μου από την πείνα.
Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ κι αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Τί τιμωρία θα του έβαζε θα τ’ αποφάσιζε με τους βεζίρηδές του. Ρωτάει λοιπόν τον πρώτο:

– Πώς να τιμωρήσουμε τούτονε δώ που τόλμησε να ξεγελάσει τον βασιλιά;

– Να τον κόψουμε σε σαράντα μικρά κομμάτια και να κρεμάσουμε κάθε κομμάτι στο τσιγκέλι του χασάπη, απαντάει εκείνος.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή όμως βλέπουνε ξαφνικά μπροστά τους ένα παιδάκι πού λέει:

– Ο καθένας με την τέχνη του.

Ο βασιλιάς, που δεν κατάλαβε τι σημαίνανε τα λόγια του παιδιού, ρωτάει τον δεύτερο βεζίρη του:

–  Εσύ πως λες να τιμωρήσουμε τούτονε δω τον άνθρωπο που τόλμησε να ξεγελάσει τον βασιλιά;

–  Να τον γδάρουμε και να γεμίσουμε το τομάρι του με άχυρο, απαντάει ο δεύτερος.

Και το παιδάκι που παράστεκε:

– Ο καθένας με την τέχνη του, ξαναλέει.

Ο βασιλιάς όμως ρωτάει τώρα και τον τρίτο βεζίρη του:

– Εσύ τι λες;

Και ο τρίτος:

–  Τι να σου πω, βασιλιά μου. Η αιτία που είπε ψέματα τούτος εδώ ο ανθρωπάκος είναι η πείνα. Σαν έχεις λίγη συμπόνια και καλοσύνη μέσα σου, πρέπει να τον συγχωρέσεις.

Και το παιδάκι:

– Ο καθένας με την τέχνη του, ξαναλέει.

Ο βασιλιάς τούτη τη φορά δεν άντεξε:

– Ποιος είσαι συ; Από πού ξεφύτρωσες; το ρωτάει. Όλο «ο καθένας με την τέχνη του» μας κοπανάς. Τι θες να πεις λοιπόν;

Τότε το παιδάκι αρχίζει και λέει:

– Θέλω να πω, βασιλιά μου, πως ο πρώτος σου βεζίρης, πριν τον πάρεις στην υπηρεσία σου, ήτανε χασάπης. Ζήτησε λοιπόν τιμωρία κατά την τέχνη του. Κι ο δεύτερος, πριν γίνει βεζίρης σου, ήτανε παπλωματάς. Κι αυτός ζήτησε τιμωρία κατά την τέχνη του. Ο τρίτος, όμως, πριν γίνει βεζίρης σου, ήτανε δούλος, και ξέρει πολύ καλά τι θα πει φτώχεια, τι θα πει πείνα. Γι’ αυτό ζήτησε να συγχωρέσεις τον ανθρωπάκο. Αν θες τώρα να μάθεις για μένα, είμαι ο Χιζίρης που ζητούσες- που παρουσιάζομαι μόνο στους καλούς ανθρώπους. Εδώ βέβαια δεν ήρθα για σένα και τους δύο βεζίρηδές σου, μα γι’ αυτόν τον φτωχό άνθρωπο και τον τρίτο βεζίρη σου. Άφησε λοιπόν ελεύθερο τον ανθρωπάκο’ όπως σου ’χε υποσχεθεί μ’ έφερε εδώ, μπροστά σου.

Κι ο Χιζίρης, σαν να ’ταν σίγουρος ότι ο  βασιλιάς δεν θα τολμήσει να πειράξει τον άνθρωπό μας και τον τρίτο βεζίρη του, ξεμάκρυνε απ’ το παλάτι κουνώντας χαρούμενα τα χέρια του.

πηγή