Η ρύπανση του αέρα «κόβει» τρία χρόνια ζωής

Μπορεί εδώ και περίπου δύο μήνες να απασχολεί την παγκόσμια κοινότητα η επιδημία του κορονοϊού, σύμφωνα όμως με νέα επιστημονική μελέτη, η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει ήδη μία «πανδημία» κι αυτή δεν έχει σχέση με τον κορονοϊό αλλά με την ατμοσφαιρική ρύπανση.

Οι ζωές των ανθρώπων συντομεύουν κατά σχεδόν τρία χρόνια κατά μέσο όρο διεθνώς, εξαιτίας των διαφόρων μορφών ρύπανσης του αέρα, η οποία ευθύνεται για τη μείωση του προσδόκιμου ζωής στη Γη σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από τους πολέμους και τις άλλες μορφές βίας, τις νόσους όπως η ελονοσία και το AIDS, αλλά και το κάπνισμα.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιος Λέλιβελντ του Ινστιτούτου Χημείας Μαξ Πλανκ της Γερμανίας και του Ινστιτούτου της Κύπρου στη Λευκωσία, που έκαναν τη δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Cardiovascular Research (Καρδιαγγειακή Έρευνα), εκτιμούν ότι η ρύπανση του αέρα παγκοσμίως προκαλεί κάθε χρόνο περισσότερους από 8,8 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους, πράγμα που ισοδυναμεί με τη συντόμευση κατά σχεδόν τρία χρόνια του προσδόκιμου ζωής της ανθρωπότητας, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ.

Συγκριτικά, το κάπνισμα «κόβει» το προσδόκιμο ζωής κατά 2,2 χρόνια (7,2 εκατομμύρια θάνατοι ετησίως), το AIDS κατά 0,7 χρόνια (ένα εκατομμύριο θάνατοι), νόσοι όπως η ελονοσία που μεταδίδονται από παράσιτα ή έντομα κατά 0,6 χρόνια (600.000 θάνατοι) και όλες οι μορφές βίας, συμπεριλαμβανομένων των πολέμων, κατά 0,3 χρόνια (530.000 θάνατοι).

Η ρύπανση του αέρα έχει επίπτωση κυρίως στις καρδιαγγειακές παθήσεις, οι οποίες ευθύνονται για το 43% της μείωσης του προσδόκιμου ζωής διεθνώς. Η ρύπανση προκαλεί βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία μέσω οξειδωτικού στρες στον οργανισμό, πράγμα που οδηγεί σε υπέρταση, διαβήτη, εγκεφαλικό, έμφραγμα και καρδιακή ανεπάρκεια. Η μεγαλύτερη απώλεια σε χρόνια ζωής λόγω της ρύπανσης αφορά τους ηλικιωμένους, καθώς παγκοσμίως περίπου το 75% των θανάτων που αποδίδονται στη ρύπανση του αέρα, συμβαίνουν σε ανθρώπους άνω των 60 ετών.

«Είναι αξιοσημείωτο ότι τόσο ο αριθμός των θανάτων όσο και η απώλεια στο προσδόκιμο ζωής λόγω της ρύπανσης του αέρα "ανταγωνίζονται" τις επιπτώσεις του καπνίσματος και ξεπερνούν κατά πολύ τις άλλες αιτίες θανάτου», δήλωσε ο Λέλιβελντ.

«Επειδή η επίπτωση της ρύπανσης του αέρα στη δημόσια υγεία είναι πολύ μεγαλύτερη της αναμενόμενης και αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, πιστεύουμε ότι τα ευρήματα μας δείχνουν πως υπάρχει μια 'πανδημία' ρύπανσης του αέρα. Οι αρμόδιες αρχές και η ιατρική κοινότητα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο πρόβλημα αυτό. Τόσο η ρύπανση του αέρα όσο και το κάπνισμα μπορούν να αποφευχθούν, όμως εδώ και δεκαετίες πολύ λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στην ατμοσφαιρική ρύπανση από ό,τι στο κάπνισμα, ιδίως μεταξύ των καρδιολόγων », ανέφερε ο καθηγητής Τόμας Μίντσελ του Τμήματος Καρδιολογίας του Ιατρικού Κέντρου του γερμανικού Πανεπιστημίου του Μάιντς.

«Στη μελέτη μας διακρίναμε ανάμεσα στη ανθρωπογενή ρύπανση που μπορεί να αποφευχθεί και στη ρύπανση από φυσικές αιτίες, όπως η σκόνη της ερήμου και οι πυρκαγιές, που δεν μπορούν να αποφευχθούν. Εκτιμούμε ότι περίπου τα δύο τρία των πρόωρων θανάτων είναι δυνατό να αποδοθούν στην ανθρωπογενή ρύπανση, κυρίως από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, ποσοστό που ανεβαίνει στο 80% στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Περίπου 5,5 εκατομμύρια θάνατοι παγκοσμίως θα μπορούσαν να αποφευχθούν», πρόσθεσε.

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αν η ρύπανση μειωνόταν μέσω της μείωσης των εκπομπών ορυκτών καυσίμων στην ατμόσφαιρα, το μέσο προσδόκιμο ζωής παγκοσμίως θα αυξανόταν κατά τουλάχιστον ένα χρόνο, και κατά σχεδόν δύο χρόνια, αν όλες οι ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων αφαιρούνταν από τον αέρα.

Η Ανατολική Ασία, που έχει τη μεγαλύτερη απώλεια προσδόκιμου ζωής λόγω ανθρωπογενούς ρύπανσης, θα μπορούσε να «κερδίσει» τρία χρόνια ζωής. Στην Ευρώπη, όπου η απώλεια του μέσου προσδόκιμου ζωής εκτιμάται σε 2,2 χρόνια, τα 1,7 χρόνια θα μπορούσαν να «κερδηθούν» ξανά πίσω με τα κατάλληλα μέτρα.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι, όπως συμβαίνει και με το κάπνισμα, υπάρχει αναπόφευκτα μια αβεβαιότητα στις εκτιμήσεις για τους θανάτους που οφείλονται στη ρύπανση, οι οποίοι μπορεί να είναι τελικά λιγότεροι ή περισσότεροι.

Πηγή