Σημαίνει
ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ
ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ
μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ
καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς,
κάθε παπᾶς καὶ
διάκος.
Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ
ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ
τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ
κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ
χερουβικὸ καὶ
νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ
οὐρανοῦ κι ἀπ᾿
ἀρχαγγέλου στόμα:
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.
Μόν᾿
στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο
τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».
Ἡ
Δέσποινα ταράχτηκε καὶ
δάκρυσαν οἱ
εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ
Δέσποινα, καὶ
μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».