Κάποτε, ένας νεαρός,
θέλοντας να ανακαλύψει τι είναι «Αλήθεια», αποφάσισε ν’ αφήσει το σπίτι του και
να πάει να ζήσει πλάι σ’ ένα σεβάσμιο δάσκαλο, που δεν ήταν άλλος από τον Χότζα
και που τότε ζούσε στις όχθες ενός ποταμού. Μια και δυο, πάει στο σπίτι του
Χότζα.
- Σε παρακαλώ, δάσκαλε, του λέει, επίτρεψέ μου να μείνω μαζί σου και να σε
υπηρετώ για να μου διδάξεις τι είναι Αλήθεια.
Ο Νασρεντίν, που ήταν τότε άρρωστη η γυναίκα του, δέχτηκε την προσφορά. Έτσι ο
νεαρός ανέλαβε να πλένει τα ρούχα του Χότζα, να μαγειρεύει γι’ αυτόν, και να
κάνει ό,τι άλλο του ζητούσε. Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα τού Χότζα έγινε
καλά, αλλά επειδή της καλάρεσε να έχει υπηρέτη κι ο νεαρός δεν ήθελε να φύγει
δεν είπε κανείς τίποτα κι όλα έμειναν όπως ήταν.
Ύστερα από πέντε χρόνια, όμως, ο νεαρός λέει στο Χότζα:
- Πέρασα πέντε χρόνια μαζί σου Χότζα μου και ακόμη δεν ξέρω τι είναι η Αλήθεια.
Δεν έμαθα τίποτα! Αν δεν σε πειράζει, θα φύγω για να βρω κάποιον άλλον δάσκαλο,
απ’ τον οποίο θα μπορέσω ίσως να μάθω περισσότερα πράγματα.
- Δεν με πειράζει καθόλου παιδί μου, είσαι ελεύθερος να φύγεις, απαντά ο
Νασρεντίν κάνοντας νόημα στη γυναίκα του να μην πει λέξη γιατί την είδε ότι
ετοιμαζόταν να κρατήσει τον νεαρό.
Έτσι ο νεαρός άρχισε να γυρνάει από ‘δω κι από κει αναζητώντας δάσκαλο. Τι
Ινδίες πήγε, τι Αίγυπτο πήγε, τι Κίνα πήγε, και που δεν πήγε αναζητώντας
φωτισμένους δασκάλους. Και το τι τηλεπαθητικά, τηλεκινητικά και γενικώς
μεταφυσικά και παραψυχολογικά μυστικά έμαθε, δεν λέγεται! Αφού στο τέλος πια,
ξέχασε και ότι εκείνο που αναζητούσε ήταν η Αλήθεια. Κι όταν πια πέρασαν άλλα
πέντε χρόνια, θυμήθηκε τον πρώτο του δάσκαλο τον Χότζα κι αποφάσισε να πάει να
τον επισκεφτεί, για να τον εντυπωσιάσει.
- Τι έμαθες λοιπόν; τον ρωτάει ο Νασρεντίν μόλις κάτσανε να πιούνε τσάι.
Και ο πρώην μαθητής του άρχισε να τού λέει ότι μπορεί να διαβάζει τη σκέψη, ότι
μπορεί να λυγίζει κουτάλια, να περπατάει πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, να
σηκώνεται από το έδαφος και να αιωρείται στον αέρα, κι ένα σωρό άλλα.
- Αυτά είναι όλα κι όλα; ρώτησε ο Νασρεντίν τον νεαρό μόλις σταμάτησε.
Τότε ο νεαρός του λέει με φοβερή υπερηφάνεια δείχνοντας το ποτάμι που κυλούσε
ήσυχα δίπλα τους:
- Και μπορώ να περπατήσω πάνω στο νερό και να πάω περπατώντας στην απέναντι
όχθη.
- Καλά, του λέει έκπληκτος ο Νασρεντίν, και σου πήρε πέντε χρόνια για να μάθεις
κάτι τέτοιο; Θα μπορούσες να πάρεις τη βάρκα που είναι εκεί, και να σε πάει
απέναντι σε πέντε λεπτά!